- φιλαργυρία
- avarice
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φιλαργυρία — φιλαργυρίᾱ , φιλαργυρία love of money fem nom/voc/acc dual φιλαργυρίᾱ , φιλαργυρία love of money fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρίᾳ — φιλαργυρίαι , φιλαργυρία love of money fem nom/voc pl φιλαργυρίᾱͅ , φιλαργυρία love of money fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρία — η, ΝΜΑ [φιλάργυρος] υπερβολική αγάπη για τα χρήματα, φιλοχρηματία, τσιγκουνιά (α. «τόν έφαγε η φιλαργυρία του» β. «ἐκεῑνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως / ἡμᾱς δὲ κατηχίζουσι περὶ φιλαργυρίας», Πρόδρ. γ. «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ… … Dictionary of Greek
φιλαργυρία — η η υπερβολική αγάπη προς το χρήμα, η φιλοχρηματία, η τσιγκουνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαργυρίας — φιλαργυρίᾱς , φιλαργυρία love of money fem acc pl φιλαργυρίᾱς , φιλαργυρία love of money fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρίαι — φιλαργυρία love of money fem nom/voc pl φιλαργυρίᾱͅ , φιλαργυρία love of money fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρίαν — φιλαργυρίᾱν , φιλαργυρία love of money fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρίαις — φιλαργυρία love of money fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρίη — φιλαργυρία love of money fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρίης — φιλαργυρία love of money fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… … Dictionary of Greek